Ποια είναι άραγε αυτά τα άτομα «που δεν δέχονται τις συνθήκες μέσα στις πόλεις»; Και τι σημαίνει τελικά να μην δέχεσαι τις συνθήκες που επικρατούν μέσα στις πόλεις; Είναι, άραγε, η παιγνιώδης συνείδηση της κλασικής αντίθεσης χειρωνακτικής/πμνευματικής εργασίας που ωθεί έναν –όχι και τόσο- νεαρό πανκ ρόκερ να εξασκεί με τρόπο στωικό τη χειρωνακτική του τέχνη εναντίον του πνευματικού κέντρου, με όπλο του το καλέμι; Ή μήπως οι διαχρονικοί σπάστες επιχειρούν απλώς την ισοπέδωση του μητροπολιτικού περιβάλλοντος, με απώτερο σκοπό την επιστροφή του στην πρότερη κατάστασή του; Ήτοι, την επιστροφή στη φύση, που λέει κι ένα τραγουδάκι της δεκαετίας του ’90. Ή μήπως, τελικά, η (μη) ταυτότητα των ατόμων αυτών πρέπει να αναζητηθεί σε ένα άλλο τραγούδι (της ίδιας δεκαετίας), το οποίο μεταξύ άλλων διακηρύσσει ότι «δεν είμαστε ούτε πειρατές, δεν είμαστε Μογγόλοι / μπορούμε όμως να βάλουμε φωτιά σ’ αυτή την πόλη / μπορούμε σε μια νύχτα να την κάνουμε χωράφι / και δεν παν’ να ουρλιάξουν όλοι οι δημοσιογράφοι / τα πάντα θα τα δώσουμε για τον αφανισμό σας / γιατί είμαστε απολίτιστοι για τον πολιτισμό σας / μια μέρα θα νικήσουμε, το πήρατε χαμπάρι; / και ας μην μπορεί κανένας μας τα πόδια του να πάρει»; –Νίκος Σούζας: Νομικός και Πολιτικός Επιστήμονας (Από το βιβλίο του Γιώργου Νικολαΐδη, «Είμαστε τρελοί κι ευτυχισμένοι»...) Photoz: https://www.flickr.com/photos/21655186@N05/albums/72157691742338174

ΑντίδρασηΝομική Σχολή Αθηνών